Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Ο χαρακτήρας του Έλληνα

Από το βιβλίο του τοπικού μας συγγραφέα κ. Ευάγγελου Διακομανώλη-Πριγγή με τίτλο

Τα επιτεύγματα  της ελευθερίας (απόσπασμα, σελ. 298-301)

           

Γ.3. Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Η ανάδυση ενός Ελλαδικού Κράτους μετά τη μακραίωνη δουλεία του Γένους και η αναρρίχησή του στην ανώτερη βαθμίδα των ευημερούντων σύγχρονων κρατών έγινε δυνατή επειδή το Έθνος ευτύχησε να έχει ανθρώπους εφευρετικούς και εξωστρεφείς, συμμετοχικούς και εργατικούς, φιλοπρόοδους και φιλόξενους.

Ως προς το ηθικό τους υπόβαθρο, οι Έλληνες διακρίνονται για τη συγχωρητική τους κοσμοθεωρία –βασική διδαχή και παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας– σε αντίστιξη με τον τιμωρητικό και λογοκρατικό δυτικό πολιτισμό.

Την ώρα της συλλογικής κρίσης –οικονομικής ή κοινωνικής– αντί του φιλοτομαρισμού οι Έλληνες εκδηλώνουν ανακλαστικά συνοχής.

Διαθέτουν επίσης ένστικτο συμπάθειας και παράδοση συνδρομής προς την ξένη δυσκολία, μια δραστήρια κοινωνική αλληλεγγύη που εκδηλώνεται και ενισχύεται ηθικά στο επίπεδο της οικογένειας, των φίλων, της γειτονιάς, της επαγγελματικής ομάδας, της κοινότητας και του Έθνους συνολικά.

Η ελληνική κοινωνία δεν είναι αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνικά, ούτε ο πλούτος δημιουργεί αδιαπέραστα στεγανά.206 Δείγμα της κοινωνικής κινητικότητας είναι ότι μέσα σε μια δυο γενιές, η κοινωνική και οικονομική μας θέση μπορεί να ανεβοκατεβαίνει σχετικά εύκολα στους λιγοστούς διαθέσιμους «ορόφους» (και αυτό το ολιγάριθμο έχει τη σημασία του). Αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες δυτικές χώρες με μεγαλύτερη κατακόρυφη κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση. Σε αρκετές από αυτές υπάρχουν ακόμα κληρονομικοί τίτλοι ευγενείας, κάτι που στην Ελλάδα απαγορεύει το Σύνταγμα, καταργώντας και όσους είχαν παραχωρήσει στα Επτάνησα οι Βενετσιάνοι.

Οι Έλληνες ξεχωρίζουμε για τη φανατική μας αφοσίωση στην οικογένεια, όπως δηλώνεται με το σέβας προς τους γονείς (π.χ. το έθιμο να δίνουμε στα παιδιά μας το όνομα του γονιού), με την προσήλωση στην πρόοδο των απογόνων (μέσα από τα «γράμματα»), με το έντονο πνεύμα οικογενειακής αποταμίευσης (ώστε να «γράψουμε» στα παιδιά μια κάποια περιουσία, όχι μόνο για ένα καλό δικό τους ξεκίνημα αλλά –αν γίνεται– και για αυτό των δικών τους παιδιών ακόμα), με τη "στενή" μας επίσης συγγένεια με τα δεύτερα, τα τρίτα –και βάλε– ξαδέρφια! Αυτά δεν είναι αυτονόητα στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα –τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό.

Η ελληνική οικογένεια είναι επίσης λιγότερο πατριαρχική –στην πράξη είναι μητριαρχική–, ενώ μέσα στην οικογένεια είμαστε όλοι ίσοι στη συνεισφορά και στην ανταμοιβή, στη λύπη και στη χαρά. Ούτε αυτό είναι κεκτημένο για έθνη όπου οι γυναίκες επιβαρύνονται ασύμμετρα –σωματικά και ψυχολογικά– ενώ τα παιδιά διαχωρίζονται ως προς τα δικαιώματα και τις προοπτικές τους ανάλογα με το φύλο.

Ιδιαιτερότητα είναι επίσης ο έντονος νόστος, ως αγάπη για τη μικρή τοπική μας πατρίδα (απότοκος της ιδιόμορφης ελληνικής τοπογραφίας). Από την αρχή της ιστορίας μας η τοπικιστική υπερηφάνεια παραμένει μέγα καύχημα, ενώ για τον ταξιδιώτη και τον μετανάστη η σκέψη της σεμνής γενέτειρας του βουνού ή του νησιού γίνεται μέγα άλγος1.

Τέλος, μας διακρίνει η φιλοπατρία ως αίσθηση υπερηφάνειας για το μεγάλο εθνικό σύνολο και για ό,τι το συνοδεύει: για την ομορφιά της γης όπου κατοικούμε, για την αντοχή μας στον χρόνο, για την περίβλεπτη ιστορία μας. Αυτή η φιλοπατρία ως αίσθημα κληρονομιάς και συνευθύνης, κάνει τη θυσία για κάτι υπερ-ατομικό και ιδεατό όπως η Πατρίδα να φαίνεται φυσική και ενστικτώδης επιλογή, άσχετη με υπολογισμούς και λογική επεξεργασία.

Το αίσθημα του «ανήκειν» στη μικρή ή μεγαλύτερή μας κοινότητα εμπνέει τους Έλληνες από την αρχαιότητα. Ο κοινοτικός μας βίος εντός κάποιας συλλογικότητας, μικρότερης ή μεγαλύτερης (οικογένεια, γειτονιά, συντεχνία, ενορία, πόλη, έθνος), μας προσδιορίζει και μας ταυτοποιεί. Ο κοινοτικός βίος μάς αποτρέπει από τη μικροπρέπεια και μας προτρέπει σε ενάρετες πράξεις. Εξαιτίας της κοινοτικής μας ζωής, ενδιαφέρει εξόχως τι θα πουν οι άλλοι για μας: οι συγγενείς, οι γείτονες, οι συνεργάτες, οι φίλοι2.

Με αυτό το αίσθημα κοινότητας και συνευθύνης αποκτούσε νόημα παλαιότερα η παρέμβαση των έμπειρων της ζωής προς τους νεότερους, όταν οι τελευταίοι παρεξέκλιναν από τα παραδοσιακά ήθη. Έβλεπες κάποιον νεότερο καθιστόν στο αστικό λεωφορείο και του ζητούσες να παραχωρήσει τη θέση στον πρεσβύτερο. Άκουγε ο περαστικός τα άγνωστα παιδιά να ασχημονούν στον δρόμο και αμέσως παρενέβαινε, πότε με νουθεσία πότε πιο δραστικά, σαν να ήταν και δική του υπόθεση η συμπεριφορά τους. Είναι το ίδιο πνεύμα κοινότητας που μας εμπνέει εμπιστοσύνη καθώς τα παιδιά μας παίζουν στην πλατεία του χωριού· ακόμα και αν δεν τα παρακολουθεί ο γονιός προσωπικά, όλο και κάποιο μάτι θα προσέχει για την ασφάλειά τους και για τη μεταξύ τους συμπεριφορά. Στην πράξη, δεν υπάρχουν στην Ελλάδα «ξένα παιδιά», γιατί είναι όλα δικά μας!

Οι φραγμοί που υποσυνείδητα έθεταν στη συμπεριφορά μας η οικογένεια, η γειτονιά, το εργασιακό περιβάλλον κ.λπ., ήταν στο παρελθόν εντονότατοι, έχουν όμως πια υποχωρήσει. Έως σήμερα πάντως, ο ετεροπροσδιορισμός του Έλληνα μέσα από τις κοινότητες στις οποίες ζει παραμένει ιδιαίτερα έντονος. Αντίθετα, ο μέσος Ευρωπαίος ή Αμερικανός έχει χαλαρότερους δεσμούς με τα κοινωνικά σύνολα στα οποία συμμετέχει, ακόμα και με τη στενότερη οικογένεια· προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται, να κρατά απόσταση ατομικότητας.

Η ισχυρή σύνδεση με κάποια κοινότητα που είναι θεμελιώδης για την ταυτότητά μας μπορεί όμως να γίνει κοντόθωρη, όταν το κοινό όφελος για το οποίο πασχίζουμε είναι ζημία για μια άλλη κοινότητα Ελλήνων. Συμβαίνει να αγωνιζόμαστε για την ευημερία της στενής μας οικογένειας, παραβλέποντας μερικές φορές το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον (ζητώντας π.χ. διακριτική μεταχείριση από το Κράτος). Είμαστε φανατικά περήφανοι για το χωριό μας και μαζί έτοιμοι να αντιπαρατεθούμε πεισματικά με το διπλανό χωριό πάνω σε κάθε μικροζήτημα τοπικιστικού κύρους ή ωφέλειας. Αυτό είναι ίσως το μεγάλο ελάττωμά μας, αυτό που κάνει δύσκολη τη συνεργασία μεταξύ των ελληνικών μας κοινοτήτων.

Με τον ίδιο τρόπο, ας είμαστε προσεκτικοί όταν συγκρίνουμε το έθνος των Ελλήνων με τα άλλα έθνη. Γιατί και οι άλλοι λαοί έχουν φιλοπατρία· και αλλού έχει πρωταρχική σημασία η οικογένεια· και σε άλλα έθνη βρίσκεται ψηλά η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα. Δεν είναι όλα αυτά αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο ο ελληνικός λαός –όπως και κάθε λαός– μπορεί να καυχιέται δικαιωματικά για τη δική του ιδιοπροσωπία, για την αίσθηση ιδιαιτερότητας από το γύρω περιβάλλον. Διαφέρουμε όχι στα συστατικά αλλά στο χαρμάνι.

Αναγνωρίζουμε συνεπώς ότι κάθε άλλο έθνος –μικρό ή μεγάλο, αρχαίο ή

νεότερο– είναι το ίδιο αξιόλογο, το ίδιο ιδιαίτερο. Εμείς οι Έλληνες μπορούμε όμως δίκαια να περηφανευόμαστε για την αντοχή μας στον χρόνο, δείγμα συνέχειας των συστατικών μας στοιχείων, όσα δημιούργησαν τα επιτεύγματα της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και του νεότερου Ελληνισμού.

Αυτή η συνέχεια στον χρόνο είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή γιατί στις περισσότερες περιόδους της Ιστορίας μας οι Έλληνες δεν ζήσαμε –ως προνομιούχοι της Γεωγραφίας– μαζεμένοι σε έναν ασφαλή, συμπαγή και πλούσιο τόπο. Το αντίθετο μάλιστα, ήμασταν μέχρι πρόσφατα πολύ διεσπαρμένοι. Όταν περιγράφει κανείς την εικόνα που συνθέτει τον ελληνικό ιδιοχαρακτήρα, θαυμάζει την ομοιογένεια των αξιών και των συμπεριφορών σε όλο το σώμα του Ελληνισμού.

Είναι ακριβώς η συνοχή στον χώρο –τον πολιτισμικό, όχι τον γεωγραφικό– που μας προσδιορίζει: Θρακιώτες και Κρητικοί, Μακεδόνες και Κυκλαδίτες, Μοραΐτες και Δωδεκανήσιοι, Ηπειρώτες και Μικρασιάτες, Ρουμελιώτες και Πόντιοι, Κύπριοι και Θεσσαλοί, Επτανήσιοι και Καππαδόκες, είμαστε πολύ περισσότερο ίδιοι παρά ξεχωριστοί. Θεωρούμε αυτονόητο ότι είμαστε όλοι όμοιοι ως προς την ελληνικότητά μας, ίδια πατριώτες, ίδια συμπολίτες· φτάνει να συναντηθούν δυο Έλληνες στο εξωτερικό για να φέξει το πρόσωπό τους, για να φωνάξουν μέσα στον ξένο κόσμο: «Γειά σου Πατρίδα»!

Είμαστε σαν όργανα μιας ορχήστρας που παίζει τις ίδιες νότες (την ελληνική λαλιά) και μόνο η χροιά αλλάζει. Πολλές φορές ανταγωνιζόμαστε αναμεταξύ μας σε ένταση, παράγοντας κακοφωνία. Παίζουμε όμως πάντα στο ίδιο μουσικό κλειδί, στην ίδια τονικότητα και μάλιστα χωρίς μαέστρο. Γιατί ο αρχιμουσικός είναι η κοινή μας καταγωγή, η πολιτισμική μας παράδοση και η κοινή ιστορική μνήμη.

Ας καυχηθούμε λοιπόν δικαιωματικά: τις λέξεις Πατρίδα και Πατριωτισμός οι Έλληνες τις ζούμε πολύ έντονα. Με αυτόν τον βιωματικό τρόπο τις νιώσαμε, τις πλάσαμε και τους δώσαμε κεντρικό νόημα στη ζωή μας. Μετά, τις χαρίσαμε στις υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου.

 

Σημειώσεις:

1.       Στη σύγχρονη εποχή αυτά τα αισθήματα έχουν υποχωρήσει για όσους έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην υδροκέφαλη Αθήνα.

2.       Η αιδώς γενικά, ως αναστολή που σχετίζεται με την εξωτερική μας εικόνα, μετριάζει την αυθόρμητη εκδήλωση των ατομικών ροπών στη σκέψη και στη συμπεριφορά. Στην ακραία της όμως έκφανση, η χαλιναγώγηση αυτή μπορεί να φτάσει στην αυτοκαταστολή.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου